περιόρθριος

περιόρθριος
-ον, Α [περίορθρος]
1. ο περί τον όρθρο, ο πολύ πρωινός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιόρθριον
η αυγή που πλησιάζει, το γλυκοχάραμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”